- καταπομπή
- καταπομπ-ή, ἡ,A delivery, rendering of goods or returns, POxy.1415.7, BGU362viii 15 (both iii A. D.).II sending back, Afric. ap. Eus.DE8.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταπομπή — καταπομπή, ἡ (Α) [καταπέμπω] 1. παράδοση πραγμάτων 2. το να στέλνει κανείς πίσω, επιστροφή … Dictionary of Greek
καταπομπαῖς — καταπομπή delivery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπομπῆς — καταπομπή delivery fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπομπήν — καταπομπή delivery fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)